κλητεύομαι

κλητεύομαι
κλητεύομαι, κλητεύτηκα και κλητεύθηκα βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλητεύω — (Α κλητεύω) [κλητός] καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, τού κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.) αρχ. 1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”